- αναπότρεπτος
- η , ο [ος , ον ] неотвратимый, неминуемый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αναπότρεπτος — η, ο (Μ ἀναπότρεπτος) [ἀποτρέπω] 1. αυτός που δεν μπορεί κάποιος να τόν απομακρύνει ή να τόν αποφύγει, ο αναπόφευκτος 2. το ουδ. ως ουσ. το αναπότρεπτο το μοιραίο, ο θάνατος … Dictionary of Greek
αναπότρεπτος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν μπορεί κανείς να αποτρέψει, να αποφύγει: Μερικοί πόλεμοι ήταν αναπότρεπτοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναπόφευκτος — η, ο [αποφεύγω] αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν αποφύγει, αναπότρεπτος … Dictionary of Greek
διανταίος — διανταῑος, α, ον (Α) [ανταίος] 1. (για επίδεσμο) αυτός που εκτείνεται απ άκρη σ άκρη, που περιδένει όλη την έκταση τραύματος 2. αμετάβλητος, αναπότρεπτος … Dictionary of Greek
μοιραίος — α, ο (Α μοιραῑος, αία, ον) αυτός που έχει οριστεί από τη μοίρα, προδιαγεγραμμένος, αναπόφευκτος, αναπότρεπτος («ήταν μοιραίο γεγονός η σύγκρουσή τους») νεοελλ. 1. αυτός που έχει καταδικαστεί από τη μοίρα, αυτός που φέρνει δυστυχία στον εαυτό του… … Dictionary of Greek
πρόοπτος — ον, και αττ. τ. προὖπτος, ον, Α 1. προφανής, ολοφάνερος ή αναπότρεπτος (α. «σφαῑ τε αὐτοὺς καί ἡμᾱς εἰς προὖπτον κίνδυνον καταστήσειεν», Θουκ. β. «εἰς προὖπτον αῦτὸν ἐνέβαλεν κακόν», Αριστοφ.) 2. (για λίγο) σαφής («προὖπτος ἀγγέλου λόγος», Αισχύλ … Dictionary of Greek
τελώ — τελῶ, έω, ΝΜΑ, και επικ. τ. τελείω Α 1. εκτελώ, επιτελώ, ενεργώ, διενεργώ (α. «θα τελέσουν τους γάμους του στον ιερό ναό τού Αγίου Δημητρίου» β. «τὰ δ ἱερὰ νύκτωρ ἤ μεθ ἡμέραν τελεῑς;», Ευρ.) 2. (στον παθ. παρακμ. ως τριτοπρόσ.) τετέλεσται!… … Dictionary of Greek
αναπόφευκτος — η, ο επίρρ. α εκείνος τον οποίο δεν μπορεί να αποφύγει κανείς, αναπότρεπτος: Η σύγκρουση ανάμεσα στους ισχυρούς του κόσμου δεν είναι αναπόφευκτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μοιραίος — α, ο επίρρ. α 1. ο καθορισμένος από τη μοίρα, ο αναπόφευκτος, ο αναπότρεπτος: Ήταν μοιραίο να σε συναντήσω. 2. αυτός που φέρνει συμφορά, που έχει οδυνηρά αποτελέσματα, ο καταστρεπτικός, ο ολέθριος: Η αφηρημάδα του ενώ οδηγούσε στάθηκε μοιραία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)